Ο κόσμος του Avatar δεν έγινε ποτέ τυχαία ένα από τα πιο επιτυχημένα κινηματογραφικά σύμπαντα όλων των εποχών. Ο James Cameron κατάφερε κάτι που ελάχιστοι δημιουργοί έχουν πετύχει: να φτιάξει έναν κόσμο τόσο ζωντανό, τόσο λεπτομερή και τόσο μαγευτικό, που σε κάνει –χωρίς υπερβολή– να βλέπεις τη Γη λίγο πιο… βαρετή. Η Pandora δεν είναι απλώς ένα σκηνικό ταινία, είναι ο λόγος που πας σινεμά, και μάλιστα σινεμά με 3D, γιατί το 3D του Avatar δεν μοιάζει με κανένα άλλο.
Αυτό το μάθαμε από την πρώτη ταινία, το επιβεβαιώσαμε ξανά με τη δεύτερη, 13 χρόνια αργότερα, όταν πολλοί από εμάς είδαμε για πρώτη φορά τι σημαίνει «κανονικό» 3D στη μεγάλη οθόνη. Υπερθέαμα, τεχνολογικό άλμα, κινηματογραφικό event. Το Avatar: Fire and Ash συνεχίζει ακριβώς σε αυτή τη γραμμή και, οπτικά, δεν απογοητεύει ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Αντιθέτως, είναι ξανά εντυπωσιακό, πλούσιο, γεμάτο εικόνες που σε κάνουν να θες απλώς να χαζεύεις την οθόνη.

Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται στην εικόνα. Βρίσκεται στο σενάριο. Γιατί όσο μοναδική κι αν είναι η κινηματογραφική εμπειρία του Avatar, τόσο ασφαλής και προβλέψιμη παραμένει η αφήγησή του. Η ταινία δεν βιάζεται (λογικό, μιλάμε για πάνω από τρεις ώρες), σου εξηγεί σχεδόν τα πάντα, χτίζει τον κόσμο της σωστά και προσθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως μια νέα φυλή που λειτουργεί ως απειλή για τους ήρωες. Όλα αυτά είναι καλοδεχούμενα.
Όμως στον πυρήνα της ιστορίας υπάρχει ένας βασικός χαρακτήρας με τον οποίο, προσωπικά, δεν κατάφερα ποτέ να δεθώ πραγματικά. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά όσο κι αν η ταινία προσπαθεί να σου εξηγήσει τη σημασία του, όσο κι αν η σοβαρότητα της κατάστασης παρουσιάζεται όμορφα –μέσα από οικογενειακό δράμα και τον διαρκή κίνδυνο για τον πλανήτη– το συναισθηματικό “κλικ” δεν έρχεται ποτέ όπως θα έπρεπε.

Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι βλέπεις ξανά μια ιστορία που την έχεις ξαναδεί. Όχι μόνο επειδή επηρεάζεται από δεκάδες άλλες ταινίες, αλλά γιατί μοιάζει επηρεασμένη και από τον ίδιο της τον εαυτό. Το Fire and Ash δεν είναι κακή ταινία – ούτε καν κοντά. Απλώς δεν είναι τολμηρή. Δεν ρισκάρει σεναριακά, δεν προσπαθεί να σε πάει κάπου απρόσμενα, και σίγουρα δεν σου δίνει το συναισθηματικό βάρος και τη συγκίνηση που κατάφερε η δεύτερη ταινία.
Με λίγα λόγια, το Avatar: Fire and Ash είναι μια απίθανη οπτική εμπειρία που ξέρει ακριβώς τι είναι και τι πουλάει, αλλά φοβάται να γίνει κάτι παραπάνω. Αν δεν έχεις δει ποτέ Avatar σε 3D, τρέξε να το ζήσεις, είναι κάτι που αξίζει κάθε λεπτό. Το επόμενο ραντεβού είναι το 2029. Μέχρι τότε, ας ελπίσουμε πως ο James Cameron θα αποφασίσει όχι μόνο να μας εντυπωσιάσει ξανά, αλλά και να μας συγκινήσει πραγματικά.